ταυρόκτονος: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
(No difference)
|
(40) |
(No difference)
|
-ον, Α
(με παθ. σημ.) αυτός που φονεύθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].