τευκτός: Difference between revisions
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(6_10) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τευκτός''': -ή, -όν, = [[τυκτός]], Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, «τευκτόν· χειροποίητον, κατασκευαστὸν» Ἡσύχ., Σουΐδ. | |lstext='''τευκτός''': -ή, -όν, = [[τυκτός]], Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, «τευκτόν· χειροποίητον, κατασκευαστὸν» Ἡσύχ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεύχω]]<br />[[τυκτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = τυκτός, Antiph. 52.2 (troch.), Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1101] adj. verb. von τεύχω, verfertigt, bes. gut, tüchtig gearbeitet.
Greek (Liddell-Scott)
τευκτός: -ή, -όν, = τυκτός, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, «τευκτόν· χειροποίητον, κατασκευαστὸν» Ἡσύχ., Σουΐδ.