τετρώρυγος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_16)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρώρυγος''': -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.
|lstext='''τετρώρυγος''': -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[τετρόργυιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρυγος</i>, σπάνια [[μορφή]] με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. <i>ὀργυιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>ώρυγος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρώρῠγος Medium diacritics: τετρώρυγος Low diacritics: τετρώρυγος Capitals: ΤΕΤΡΩΡΥΓΟΣ
Transliteration A: tetrṓrygos Transliteration B: tetrōrygos Transliteration C: tetrorygos Beta Code: tetrw/rugos

English (LSJ)

ον,

   A = τετρόργυιος, X.Cyn.2.5; cf. δι-, δεκ-ώρυγος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώρυγος: -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετρόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].