τιτρωσμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_15) |
(41) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τιτρωσμός''': ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ [[τρωσμός]], τιτρωσμοὶ γίνονται ἀντὶ τρωσμοὶ παρ’ Ἱππ. 601. 30. | |lstext='''τιτρωσμός''': ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ [[τρωσμός]], τιτρωσμοὶ γίνονται ἀντὶ τρωσμοὶ παρ’ Ἱππ. 601. 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(εσφ. γρφ·) <b>βλ.</b> [[τρωσμός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:57, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1121] ὁ, Verwundung, – Fehlgeburt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
τιτρωσμός: ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ τρωσμός, τιτρωσμοὶ γίνονται ἀντὶ τρωσμοὶ παρ’ Ἱππ. 601. 30.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(εσφ. γρφ·) βλ. τρωσμός.