τετράρριζος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_18) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράρριζος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16. | |lstext='''τετράρριζος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τετράρριζος]]<br />[[οδονταλγία]], [[πονόδοντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>ρριζος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with four roots, ὀδόντες Gal.2.753: -ρριζος = dentium dolor, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τετράρριζος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετράρριζος
οδονταλγία, πονόδοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρί-ρριζος].