τρέφος: Difference between revisions
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
(6_6) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρέφος''': -εος, τό, = θρέμμα, ([[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. [[βρέφος]]), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν [[τρέφος]] Σοφ. Ἀποσπ. 166. | |lstext='''τρέφος''': -εος, τό, = θρέμμα, ([[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. [[βρέφος]]), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν [[τρέφος]] Σοφ. Ἀποσπ. 166. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ους, τὸ, Α<br />[[θρέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρέφ</i>- του [[τρέφω]], απ' όπου τα σύνθ. σε -<i>τρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνεμο</i>-<i>τρεφής</i>, <i>ἁπαλο</i>-<i>τρεφής</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = θρέμμα (v.l. βρέφος), S.Fr.154, cj. in E.Fr.996.
German (Pape)
[Seite 1137] τό, = θρέμμα, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d, wofür Eust. βρέφος hat.
Greek (Liddell-Scott)
τρέφος: -εος, τό, = θρέμμα, (μετὰ διαφόρ. γραφ. βρέφος), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν τρέφος Σοφ. Ἀποσπ. 166.
Greek Monolingual
-ους, τὸ, Α
θρέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ- του τρέφω, απ' όπου τα σύνθ. σε -τρεφής (πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ἁπαλο-τρεφής)].