τονθρύς: Difference between revisions

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
(b)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ἡ, das undeutliche Reden, Murmeln, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ἡ, das undeutliche Reden, Murmeln, Hesych.
}}
{{grml
|mltxt=-ύος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[τονθορισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παρ. του ρ. [[τονθρύζω]], άλλου τ. του [[τονθορύζω]] «[[μουρμουρίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1127] ἡ, das undeutliche Reden, Murmeln, Hesych.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) τονθορισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ρ. τονθρύζω, άλλου τ. του τονθορύζω «μουρμουρίζω»].