τριπλασιασμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(Bailly1_5)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλασιάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλασιάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τριπλασιάζω]]<br />[[πολλαπλασιασμός]] επί [[τρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> η [[επανάληψη]] λέξης ή όρου [[τρεις]] φορές<br /><b>2.</b> τα [[τρία]] μέρη της Αγίας Τριάδας.
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tripler.
Étymologie: τριπλασιάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τριπλασιάζω
πολλαπλασιασμός επί τρία
μσν.
μτφ.
1. η επανάληψη λέξης ή όρου τρεις φορές
2. τα τρία μέρη της Αγίας Τριάδας.