τροφεύω: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(6_14) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφεύω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[τρέφω]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β΄, 7), Φίλων 2. 83· - τροφέω [[εἶναι]] ἀμφίβ. [[τύπος]], ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχον 589. | |lstext='''τροφεύω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[τρέφω]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β΄, 7), Φίλων 2. 83· - τροφέω [[εἶναι]] ἀμφίβ. [[τύπος]], ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχον 589. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[τροφή]] / [[τροφός]]<br /><b>1.</b> [[τρέφω]], [[ανατρέφω]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) [[είμαι]] [[τροφός]], [[παραμάννα]] («θέλεις καλέσω σοι γυναῑκα τροφεύουσαν», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A serve as a wet-nurse, suckle, LXXEx.2.7, Ph.2.83, BGU297.16 (i A. D.), etc.: c. gen., τ. δουλικοῦ ἐγγόνου PSI10.1131.26 (i A. D.), cf. 1065.11 (ii A. D.):—so τροφ-έω, BGU1111.10 (i B. C., Pass.), 859.4 (iv A. D.); τροφέοντο (τροφόεντο cod., corr. Porson) was read by Aristarch. in Od.3.290, and τροφέοντα is v.l. in Il.15.621.
Greek (Liddell-Scott)
τροφεύω: μεταγεν. τύπος τοῦ τρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β΄, 7), Φίλων 2. 83· - τροφέω εἶναι ἀμφίβ. τύπος, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχον 589.
Greek Monolingual
Α τροφή / τροφός
1. τρέφω, ανατρέφω
2. (για γυναίκα) είμαι τροφός, παραμάννα («θέλεις καλέσω σοι γυναῑκα τροφεύουσαν», ΠΔ).