τρίσημος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_17)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίσημος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] σημεῖα, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Φωτ. Βιβλιοθ. 144. 2. 2) ἐν τῇ μουσικῇ καὶ τῇ προσῳδίᾳ, = [[τρίχρονος]], Δράκων 125, 10, κλπ.
|lstext='''τρίσημος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] σημεῖα, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Φωτ. Βιβλιοθ. 144. 2. 2) ἐν τῇ μουσικῇ καὶ τῇ προσῳδίᾳ, = [[τρίχρονος]], Δράκων 125, 10, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίσημος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τρίσαμος]] Α<br />(στην [[προσωδία]] και στη [[μουσική]]) [[τρίχρονος]], αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] χρόνους<br /><b>αρχ.</b><br />(για την Αγία Τριάδα) αυτός που φέρει [[τρία]] [[σημεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>σημος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσημος Medium diacritics: τρίσημος Low diacritics: τρίσημος Capitals: ΤΡΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: trísēmos Transliteration B: trisēmos Transliteration C: trisimos Beta Code: tri/shmos

English (LSJ)

[ῐ], ον, in Music and Prosody,

   A = τρίχρονος, Aristox. Rhyth.2.10, Aristid.Quint. 1.14.    II Dor. Τρίσᾱμος, epith. of the τριάς, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.

German (Pape)

[Seite 1147] von drei Zeichen; gew. in der Tonkunst u. Metrik, dreizeitig, d. i. von drei Kürzen od. von einer Kürze und einer Länge, die für zwei Kürzen gilt, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσημος: -ον, ὁ ἔχων τρία σημεῖα, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Φωτ. Βιβλιοθ. 144. 2. 2) ἐν τῇ μουσικῇ καὶ τῇ προσῳδίᾳ, = τρίχρονος, Δράκων 125, 10, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίσημος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τρίσαμος Α
(στην προσωδία και στη μουσική) τρίχρονος, αυτός που αποτελείται από τρεις χρόνους
αρχ.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που φέρει τρία σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. ἑπτά-σημος].