τριπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]].
|btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τριπλάσιος]]<br />[[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] επί [[τρία]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[τρεις]] φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το [[έλλειμμα]] του προϋπολογισμού» β. «[[Ζεὺς]]... τὴν μίαν τριπλασιάσας [[νύκτα]]», <b>Απολλόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπλᾰσῐάζω Medium diacritics: τριπλασιάζω Low diacritics: τριπλασιάζω Capitals: ΤΡΙΠΛΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: triplasiázō Transliteration B: triplasiazō Transliteration C: triplasiazo Beta Code: triplasia/zw

English (LSJ)

   A to triple, take three times, Apollod.2.4.8, Plu.2.1028b, Dam.Pr.98:—Pass., Plu.Arist.24:—hence τριπλᾰσῐ-ασμός, ὁ, a tripling, Id.2.1028c (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - ἐντεῦθεν τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.

French (Bailly abrégé)

tripler.
Étymologie: τριπλάσιος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τριπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί τρία, καθιστώ κάτι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το έλλειμμα του προϋπολογισμού» β. «Ζεὺς... τὴν μίαν τριπλασιάσας νύκτα», Απολλόδ.).