ὑγροβαφής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
(6_7)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγροβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος (βουτημένος) ἐν τῷ ὑγρῷ, ἐν τῷ ὕδατι, Νόνν. Δ. 8. 142., 23. 183.
|lstext='''ὑγροβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος (βουτημένος) ἐν τῷ ὑγρῷ, ἐν τῷ ὕδατι, Νόνν. Δ. 8. 142., 23. 183.
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑγροβαφής]], -ές, ΝΑ<br />βουτηγμένος σε [[υγρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχρο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροβᾰφής Medium diacritics: ὑγροβαφής Low diacritics: υγροβαφής Capitals: ΥΓΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: hygrobaphḗs Transliteration B: hygrobaphēs Transliteration C: ygrovafis Beta Code: u(grobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dipped in the wet, wetted, Nonn.D.8.142, 23.183.

German (Pape)

[Seite 1171] ές, ins Nasse getaucht, vom Wasser benetzt, Nonn. D. 8, 142.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροβᾰφής: -ές, βεβαμμένος (βουτημένος) ἐν τῷ ὑγρῷ, ἐν τῷ ὕδατι, Νόνν. Δ. 8. 142., 23. 183.

Greek Monolingual

-ές / ὑγροβαφής, -ές, ΝΑ
βουτηγμένος σε υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. ψυχρο-βαφής].