τρυγόνιος: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_4) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῡγόνιος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγόνα (ΙΙ), τρυγονίου δ’ [[οὔπω]] τι κακώτερον ἔπλετο [[πῆμα]] τρώματος Ὀππιαν. Ἁλ. 2. 480. | |lstext='''τρῡγόνιος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγόνα (ΙΙ), τρυγονίου δ’ [[οὔπω]] τι κακώτερον ἔπλετο [[πῆμα]] τρώματος Ὀππιαν. Ἁλ. 2. 480. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, Α [[τρυγών]], -<i>όνος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο [[ψάρι]] [[τρυγόνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or from a τρυγών 11, Opp.H.2.480.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡγόνιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγόνα (ΙΙ), τρυγονίου δ’ οὔπω τι κακώτερον ἔπλετο πῆμα τρώματος Ὀππιαν. Ἁλ. 2. 480.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α τρυγών, -όνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα.