τρυγόνιος

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡγόνιος Medium diacritics: τρυγόνιος Low diacritics: τρυγόνιος Capitals: ΤΡΥΓΟΝΙΟΣ
Transliteration A: trygónios Transliteration B: trygonios Transliteration C: trygonios Beta Code: trugo/nios

English (LSJ)

α, ον, of or from a τρυγών 11, Opp.H.2.480.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡγόνιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγόνα (ΙΙ), τρυγονίου δ’ οὔπω τι κακώτερον ἔπλετο πῆμα τρώματος Ὀππιαν. Ἁλ. 2. 480.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τρυγών, -όνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα.

German (Pape)

[ῡ], von der τρυγών kommend, zu ihr gehörig, Opp. Hal. 2.480; τὸ τρυγόνιον, ein Kraut, = περιστερεών, Sp.