τρόχος: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> course;<br /><b>2</b> carrière pour la course.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> course;<br /><b>2</b> carrière pour la course.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ [[ρύγχος]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[τρέξιμο]] («παῑδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυκλικός]] [[δρόμος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[τρέξιμο]] ή για αγώνα δρόμου<br /><b>4.</b> περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τρόχοι ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) οι ημέρες (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τροχ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόπ</i>-<i>ος</i>: [[τρέπω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1154] ὁ, 1) der Lauf, bes. im Kreise herum, der Kreislauf; κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Soph. Ant. 1052, wo Herm. τροχούς schreibt u. durch τροχῶν ἁμίλλας von den Rädern erklärt; ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι Eur. Med. 46, wo es auch zum Folgdn gezogen werden kann. – 2) der Laufplatz, die Laufbahn, bes. die Kreisbahn, Eur. Hipp. 1133. – 3) der Läufer. – 4) der Dachs, Arist. gen. anim. 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 course;
2 carrière pour la course.
Étymologie: τρέχω.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ
ζωολ. μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ ρύγχος.———————— (II)
ὁ, Α
1. το τρέξιμο («παῑδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», Ευρ.)
2. κυκλικός δρόμος
3. τόπος κατάλληλος για τρέξιμο ή για αγώνα δρόμου
4. περιστροφική κίνηση
5. φρ. «τρόχοι ἡλίου»
(στην ποίηση) οι ημέρες (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπ-ος: τρέπω)].