ὑπαγκάλιος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(6_3) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπαγκάλιος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἐπὶ τέκνου, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Βατ. Ἀντιγράφου ἐν Διονυσ. Ἁλ. 7, 67, ἀντὶ ὑπάγκαλος. | |lstext='''ὑπαγκάλιος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἐπὶ τέκνου, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Βατ. Ἀντιγράφου ἐν Διονυσ. Ἁλ. 7, 67, ἀντὶ ὑπάγκαλος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ, και δ. γρφ. [[υπάγκαλος]], -ον, Α<br />(για [[τέκνο]]) αυτός που μεταφέρεται στην [[αγκαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγκάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in the arms, of a child, D.H.7.67.
German (Pape)
[Seite 1179] = ὑπάγκαλος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαγκάλιος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἐπὶ τέκνου, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Βατ. Ἀντιγράφου ἐν Διονυσ. Ἁλ. 7, 67, ἀντὶ ὑπάγκαλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και δ. γρφ. υπάγκαλος, -ον, Α
(για τέκνο) αυτός που μεταφέρεται στην αγκαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀγκάλη + κατάλ. -ιος].