τρόπαιο: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(42)
(No difference)

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

το / τρόπαιον, ΝΜΑ, και ιων. και αρχ. αττ. τ. τροπαῖον, Α
1. (κατά την αρχαιότητα) πρόχειρο αναμνηστικό μνημείο, αποτελούμενο συνήθως από σωρό λαφύρων, που στηνόταν από τους νικητές στο πεδίο της μάχης, στο σημείο ακριβώς στο οποίο είχε νικηθεί ο εχθρός
2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο νίκης
νεοελλ.
συνεκδ. μεγάλη νίκη, θρίαμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπή + κατάλ. -αιον, ουδ. του -αιος].