υπαλληλάκος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(43)
(No difference)

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
υπαλληλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. εμπορ-άκος)].