ὑποδηματορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(6_14)
(43)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδημᾰτορράφος''': ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων ὑποδήματα, Ἀρκάδ. 84, Συνέσ.
|lstext='''ὑποδημᾰτορράφος''': ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων ὑποδήματα, Ἀρκάδ. 84, Συνέσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπόδημα]], <i>ὑποδήματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱστιο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδημᾰτορράφος Medium diacritics: ὑποδηματορράφος Low diacritics: υποδηματορράφος Capitals: ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: hypodēmatorráphos Transliteration B: hypodēmatorraphos Transliteration C: ypodimatorrafos Beta Code: u(podhmatorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ὁ, (ῥάπτω)

   A shoemaker, Hdn.Gr.1.225, al., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδημᾰτορράφος: ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ὑποδήματα, Ἀρκάδ. 84, Συνέσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ἱστιο-ρράφος].