ὑποθυμίαμα: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_22)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποθῡμίᾱμα''': τό, τὸ (διὰ θυμιάματος) [[κάτωθεν]] [[κάπνισμα]], Ἱππ. 673. 10, Διοσκ. Ι. 12, Γαλην. τ. 14, σ. 490, 6.
|lstext='''ὑποθῡμίᾱμα''': τό, τὸ (διὰ θυμιάματος) [[κάτωθεν]] [[κάπνισμα]], Ἱππ. 673. 10, Διοσκ. Ι. 12, Γαλην. τ. 14, σ. 490, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-άματος, και ιων. τ. ὑποθυμίημα, -ήματος, τὸ, Α [[ὑποθυμιῶ]]<br />[[υποκαπνισμός]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθῡμίᾱμα Medium diacritics: ὑποθυμίαμα Low diacritics: υποθυμίαμα Capitals: ΥΠΟΘΥΜΙΑΜΑ
Transliteration A: hypothymíama Transliteration B: hypothymiama Transliteration C: ypothymiama Beta Code: u(poqumi/ama

English (LSJ)

Ion. ὑποθῡμί-ημα, ατος, τό,

   A fumigation, Hp.Mul.2.206, Dsc. 1.13, Sor.1.72.

German (Pape)

[Seite 1218] τό, angezündetes Räucherwerk, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθῡμίᾱμα: τό, τὸ (διὰ θυμιάματος) κάτωθεν κάπνισμα, Ἱππ. 673. 10, Διοσκ. Ι. 12, Γαλην. τ. 14, σ. 490, 6.

Greek Monolingual

-άματος, και ιων. τ. ὑποθυμίημα, -ήματος, τὸ, Α ὑποθυμιῶ
υποκαπνισμός.