ὑπόχευμα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(6_12) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόχευμα''': ἥσυχον χύσιμον, ῥάντισμα, Πινδ. Π. 5. 135· ἀλλ’ ἡ πιθ. γραφ. [[εἶναι]] ὑπὸ χεύμασιν. | |lstext='''ὑπόχευμα''': ἥσυχον χύσιμον, ῥάντισμα, Πινδ. Π. 5. 135· ἀλλ’ ἡ πιθ. γραφ. [[εἶναι]] ὑπὸ χεύμασιν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[ὑποχέω]]<br />[[ράντισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A gentle stream, soft sprinkling, v.l. in Pi.P.5.101 (pl.); ὑπὸ χεύμασιν codd. opt.
German (Pape)
[Seite 1239] τό, das Darunter- od. Dazugegossene, Pind. P. 5, 94, von Böckh getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχευμα: ἥσυχον χύσιμον, ῥάντισμα, Πινδ. Π. 5. 135· ἀλλ’ ἡ πιθ. γραφ. εἶναι ὑπὸ χεύμασιν.