ὑφόλμιον: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(6_21)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφόλμιον''': τό, ([[ὅλμος]]) τὸ [[ὑπόθημα]] ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. [[μέρος]] τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε [[ὅλμος]] ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.
|lstext='''ὑφόλμιον''': τό, ([[ὅλμος]]) τὸ [[ὑπόθημα]] ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. [[μέρος]] τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε [[ὅλμος]] ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[βάση]] γουδιού<br /><b>2.</b> το [[τμήμα]] του αυλού που βρίσκεται [[κοντά]] στο [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὅλμος]] «[[γουδί]], το [[στόμιο]] του αυλού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφόλμιον Medium diacritics: ὑφόλμιον Low diacritics: υφόλμιον Capitals: ΥΦΟΛΜΙΟΝ
Transliteration A: hyphólmion Transliteration B: hypholmion Transliteration C: yfolmion Beta Code: u(fo/lmion

English (LSJ)

τό, (ὅλμος II. I)

   A mortar-stand, Ar.Fr.61.    II part of the ὅλμος (in a flute, v. ὅλμος 11.5), Pherecr.242, Poll.4.70.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόλμιον: τό, (ὅλμος) τὸ ὑπόθημα ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. μέρος τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε ὅλμος ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. βάση γουδιού
2. το τμήμα του αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅλμος «γουδί, το στόμιο του αυλού» + κατάλ. -ιον].