φαλίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(6_12)
(44)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰλίς''': -ίδος, ἡ, ἡ [[ἱέρεια]] τῆς Ἥρας ἐν Ἄργει, πιθαν. ἐκ τοῦ [[φαλός]], ή, όν, ὡς ἐκ τῆς λευκῆς αὐτῆς ἐσθῆτος, Σύγκελ. 172Α.
|lstext='''φᾰλίς''': -ίδος, ἡ, ἡ [[ἱέρεια]] τῆς Ἥρας ἐν Ἄργει, πιθαν. ἐκ τοῦ [[φαλός]], ή, όν, ὡς ἐκ τῆς λευκῆς αὐτῆς ἐσθῆτος, Σύγκελ. 172Α.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάνναβις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]», λόγω του χρώματος της κάνναβης. Για ανάλογες ονομασίες της κάνναβης προερχόμενες από επίθ. με σημ. «[[λευκός]]» <b>πρβλ.</b> σερβ. <i>belojka</i>, σλοβεν. <i>belica</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. σλαβ. <i>belĩ</i> «[[λευκός]]»), γερμ. <i>Weisshanf</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>weiB</i> «[[λευκός]]»)].———————— <b>(II)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[ιέρεια]] της Ήρας στο 'Αργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[φαλός]] «[[λευκός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]], λόγω του λευκού ενδύματος της ιέρειας].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1253] ίδος, ἡ, die Priesterinn der Hera zu Argos, wahrscheinlich von φαλός, wegen der weißen Tracht, Euseb. Chronic.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἱέρεια τῆς Ἥρας ἐν Ἄργει, πιθαν. ἐκ τοῦ φαλός, ή, όν, ὡς ἐκ τῆς λευκῆς αὐτῆς ἐσθῆτος, Σύγκελ. 172Α.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κάνναβις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. φαλός «λευκός», λόγω του χρώματος της κάνναβης. Για ανάλογες ονομασίες της κάνναβης προερχόμενες από επίθ. με σημ. «λευκός» πρβλ. σερβ. belojka, σλοβεν. belica (< αρχ. σλαβ. belĩ «λευκός»), γερμ. Weisshanf (< weiB «λευκός»)].———————— (II)
-ίδος, ἡ, Α
ιέρεια της Ήρας στο 'Αργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φαλός «λευκός» + κατάλ. -ίς, -ίδος, λόγω του λευκού ενδύματος της ιέρειας].