φιλοδειπνιστής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοδειπνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφέρῃ δεῖπνα, νὰ φιλεύῃ, Διογ. Λ. 3. 98.
|lstext='''φῐλοδειπνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφέρῃ δεῖπνα, νὰ φιλεύῃ, Διογ. Λ. 3. 98.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που του αρέσει να παραθέτει [[δείπνο]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνιστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δειπνίζω]] «[[παραθέτω]] [[δείπνο]]»)].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδειπνιστής Medium diacritics: φιλοδειπνιστής Low diacritics: φιλοδειπνιστής Capitals: ΦΙΛΟΔΕΙΠΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: philodeipnistḗs Transliteration B: philodeipnistēs Transliteration C: filodeipnistis Beta Code: filodeipnisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who likes giving dinners, D.L.3.98.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, der gern schmaus't, Andere gern bewirthet, D. L. 3, 98.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδειπνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφέρῃ δεῖπνα, νὰ φιλεύῃ, Διογ. Λ. 3. 98.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που του αρέσει να παραθέτει δείπνο σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δειπνιστής (< δειπνίζω «παραθέτω δείπνο»)].