φθόριμος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθόρῐμος''': -η, -ον, καταστρεπτικός, [[φθόριμος]] ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. [[φθαρτός]], δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980. | |lstext='''φθόρῐμος''': -η, -ον, καταστρεπτικός, [[φθόριμος]] ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. [[φθαρτός]], δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίμη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] (ή [[φθόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νόστ</i>-<i>ιμος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A destructive, Man.2.346. II perishable, τὸ φ. τῶν σωμάτων Herm. ap. Stob.1.49.44.
German (Pape)
[Seite 1273] 1) akt., verderblich, Maneth. 2, 346. – 2) neutr., vergänglich, Stob. ecl. phys. p. 980.
Greek (Liddell-Scott)
φθόρῐμος: -η, -ον, καταστρεπτικός, φθόριμος ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. φθαρτός, δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980.
Greek Monolingual
-ίμη, -ον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστ-ιμος)].