φιαληφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(6_10)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φιᾰληφόρος''': ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, [[ὄνομα]] Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.
|lstext='''φιᾰληφόρος''': ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, [[ὄνομα]] Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[ονομασία]] ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει [[φιάλη]] («[[ὑπὲρ]] τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις [[ἱστορία]] παρεδέδοτο», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φιαληφόρος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αναξανδρίδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιάλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐᾰληφόρος Medium diacritics: φιαληφόρος Low diacritics: φιαληφόρος Capitals: ΦΙΑΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phialēphóros Transliteration B: phialēphoros Transliteration C: fialiforos Beta Code: fialhfo/ros

English (LSJ)

ἡ,

   A cup-bearer, title of a Locrian priestess, Plb.12.5.9; name of play by Anaxandr.

German (Pape)

[Seite 1273] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.

Greek (Liddell-Scott)

φιᾰληφόρος: ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, ὄνομα Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως ονομασία ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάληὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.)
2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος
τίτλος κωμωδίας του Αναξανδρίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + -φόρος. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].