φώριον: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6_21) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φώριον''': τό, (φωρὰ ΙΙ) [[ἀπόδειξις]] πειστικὴ ἐνοχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 9. | |lstext='''φώριον''': τό, (φωρὰ ΙΙ) [[ἀπόδειξις]] πειστικὴ ἐνοχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[φώρ]]<br />[[απόδειξη]] ένοχης πράξης, [[τεκμήριο]] ενοχής («τὰ φώρια τοῡ ἀδικήματος», Θεμίστ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, (
A φωρά 11) damning evidence, J.AJ15.3.9, Lib. Decl.49.69; τὰ φ. τοῦ ἀδικήματος Them.Or.26.314a.
German (Pape)
[Seite 1323] τό, der Diebstahl, neutr. vom Folgdn; Sp.; τὰ φώρια ἔχειν Luc. Herm. 38; Tox. 28.
Greek (Liddell-Scott)
φώριον: τό, (φωρὰ ΙΙ) ἀπόδειξις πειστικὴ ἐνοχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 9.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ φώρ
απόδειξη ένοχης πράξης, τεκμήριο ενοχής («τὰ φώρια τοῡ ἀδικήματος», Θεμίστ.).