φωνασκώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(45) |
(No difference)
|
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(45) |
(No difference)
|
φωνασκῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ-ασκῶ)].