φωνασκώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(45)
(No difference)

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

φωνασκῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ-ασκῶ)].