φουρνοπλάστης: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_19) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φουρνοπλάστης''': -ου, ὁ, [[κεραμεύς]], Τιμ. Λεξ. 149 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἰπνοπλάθαι. | |lstext='''φουρνοπλάστης''': -ου, ὁ, [[κεραμεύς]], Τιμ. Λεξ. 149 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἰπνοπλάθαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πλάθει φούρνους, που κατασκευάζει φούρνους με πηλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῦρνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χοο</i>-[[πλάστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A potter, gloss on ἰπνοπλάθης, Tim.Lex.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, der Töpfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φουρνοπλάστης: -ου, ὁ, κεραμεύς, Τιμ. Λεξ. 149 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἰπνοπλάθαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πλάθει φούρνους, που κατασκευάζει φούρνους με πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. χοο-πλάστης.