χαλκοτυπία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_11)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοτῠπία''': ἡ, πληγὴ ἢ [[κτύπημα]] διὰ χαλκοῦ, [[τραῦμα]] γινόμενον διὰ χαλκίνου ὅπλου, Σουΐδ. ἐν λ. χαλκοτύπους.
|lstext='''χαλκοτῠπία''': ἡ, πληγὴ ἢ [[κτύπημα]] διὰ χαλκοῦ, [[τραῦμα]] γινόμενον διὰ χαλκίνου ὅπλου, Σουΐδ. ἐν λ. χαλκοτύπους.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χαλκοτύπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαλκουργία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτύπημα]] με χάλκινο όπλο («οὐλὰς ἐκ τῶν κατὰ πόλεμον χαλκοτυπιῶν», Λέων Δ).
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοτῠπία Medium diacritics: χαλκοτυπία Low diacritics: χαλκοτυπία Capitals: ΧΑΛΚΟΤΥΠΙΑ
Transliteration A: chalkotypía Transliteration B: chalkotypia Transliteration C: chalkotypia Beta Code: xalkotupi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wound by stroke of sword, Anon. ap. Suid. s.v. χαλκοτύπους (pl.).

German (Pape)

[Seite 1332] Verwundung mit eherner Waffe, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτῠπία: ἡ, πληγὴ ἢ κτύπημα διὰ χαλκοῦ, τραῦμα γινόμενον διὰ χαλκίνου ὅπλου, Σουΐδ. ἐν λ. χαλκοτύπους.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χαλκοτύπος
νεοελλ.
χαλκουργία
μσν.-αρχ.
χτύπημα με χάλκινο όπλο («οὐλὰς ἐκ τῶν κατὰ πόλεμον χαλκοτυπιῶν», Λέων Δ).