χαλκώδης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(6_8)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[χαλκοειδής]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 4, 2, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13.
|lstext='''χαλκώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[χαλκοειδής]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 4, 2, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[χαλκός]]<br />[[χαλκοειδής]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκώδης Medium diacritics: χαλκώδης Low diacritics: χαλκώδης Capitals: ΧΑΛΚΩΔΗΣ
Transliteration A: chalkṓdēs Transliteration B: chalkōdēs Transliteration C: chalkodis Beta Code: xalkw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like bronze, χρῶμα Thphr.Sign.51; ὄττιες Aret.SD2.13.

German (Pape)

[Seite 1332] ες, zsgzgn statt χαλκοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χαλκοειδής, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 4, 2, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α χαλκός
χαλκοειδής.