χαμαιπεύκη: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(6_11) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιπεύκη''': ἡ, χαμηλὴ [[πεύκη]], Staehelina Chamepeuce (Sprengel), Διοσκ. 4. 125, Πλίν. 24. 86· συγχέεται [[μετὰ]] τοῦ [[χαμαιλεύκη]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Διοσκ. 4. 127. | |lstext='''χᾰμαιπεύκη''': ἡ, χαμηλὴ [[πεύκη]], Staehelina Chamepeuce (Sprengel), Διοσκ. 4. 125, Πλίν. 24. 86· συγχέεται [[μετὰ]] τοῦ [[χαμαιλεύκη]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Διοσκ. 4. 127. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους ποωδών και θαμνωδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />χαμηλό [[πεύκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πεύκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fishbone thistle, Chamaepeuce mutica, Dsc.4.126, Plin.HN24.136.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιπεύκη: ἡ, χαμηλὴ πεύκη, Staehelina Chamepeuce (Sprengel), Διοσκ. 4. 125, Πλίν. 24. 86· συγχέεται μετὰ τοῦ χαμαιλεύκη ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Διοσκ. 4. 127.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους ποωδών και θαμνωδών φυτών
αρχ.
χαμηλό πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + πεύκη.