χαριδώτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χαριδότης]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χαριδότης]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[χαροδώτης]] και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. [[χαριδῶτις]] και [[χαροδῶτις]], -ώτιδος, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει [[χαρά]], [[χαριδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>πλουτο</i>-[[δώτης]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐδώτης Medium diacritics: χαριδώτης Low diacritics: χαριδώτης Capitals: ΧΑΡΙΔΩΤΗΣ
Transliteration A: charidṓtēs Transliteration B: charidōtēs Transliteration C: charidotis Beta Code: xaridw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A joy-giver, epith. of Hermes, h.Hom.18.12, Plu.2.303d; of Dionysus, Id.Ant.24,2.613e, Jul.Caes.308d; of Zeus, Plu.2.1048c; Dor. χᾰρῐ-δώτας, of Dionysus, Africa Italiana 2.144 (Cyrene):—fem. χᾰρῐ-δῶτις, ιδος, Orph.H.55.9.

German (Pape)

[Seite 1336] ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, H. h. 17, 2; auch des Bacchus, Plut. Ant. 24.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρῐδώτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., ὁ δοτὴρ χαρᾶς, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. 17. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χαριδότης.

Greek Monolingual

και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτο-δώτης.