χειραφετώ: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(46) |
(No difference)
|
Revision as of 13:01, 29 September 2017
Greek Monolingual
χειραφετῶ, -έω, ΝΜΑ χειράφετος
αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω
νεοελλ.
απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία
2. (κατ' επέκτ.) απαλλάσσω γυναίκα από την εξουσία του άνδρα
3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χειραφετημένος, -η, -ο
αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
5. (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.