χιλιόφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῑλιόφυλλος''': ὁ, [[ὄνομα]] φυτοῦ, millefolium, Διοσκ. 4. 103· καὶ [[εἶδος]] ἑτέρου φυτοῦ τοῦ πολυγόνου, polygonum, ὁ αὐτ. (ἐν Νόθοις) 4. 4. | |lstext='''χῑλιόφυλλος''': ὁ, [[ὄνομα]] φυτοῦ, millefolium, Διοσκ. 4. 103· καὶ [[εἶδος]] ἑτέρου φυτοῦ τοῦ πολυγόνου, polygonum, ὁ αὐτ. (ἐν Νόθοις) 4. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και χιλιόφυλλο, το, Ν<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] αχίλλεια<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[πολύγονο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>φυλλος</i>, <i>πεντά</i>-<i>φυλλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4. 2 = Ἀχίλλειος, ib.36. II v. στρατιώτης 11.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιόφυλλος: ὁ, ὄνομα φυτοῦ, millefolium, Διοσκ. 4. 103· καὶ εἶδος ἑτέρου φυτοῦ τοῦ πολυγόνου, polygonum, ὁ αὐτ. (ἐν Νόθοις) 4. 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χιλιόφυλλο, το, Ν
1. το φυτό αχίλλεια
2. το φυτό πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά-φυλλος, πεντά-φυλλος].