χιλιόφυλλος
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ὁ,
A = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.
2 = Ἀχίλλειος, ib.36.
II v. στρατιώτης II.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιόφυλλος: ὁ, ὄνομα φυτοῦ, millefolium, Διοσκ. 4. 103· καὶ εἶδος ἑτέρου φυτοῦ τοῦ πολυγόνου, polygonum, ὁ αὐτ. (ἐν Νόθοις) 4. 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χιλιόφυλλο, το, Ν
1. το φυτό αχίλλεια
2. το φυτό πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά-φυλλος, πεντά-φυλλος].
German (Pape)
[χῑ], ὁ, Tausendblatt, eine Pflanze, Diosc.