ὁπλοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(29)
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπλοδῐδάσκᾰλος''': ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ.
|lstext='''ὁπλοδῐδάσκᾰλος''': ὁ, = τῷ προηγ. [[ὁπλοδιδακτής]], <b class="b2">, fencing master, fighter weapon instructor, one who teaches the use of arms</b>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὁπλοδιδάσκαλος]])<br />[[ειδικός]] που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων, [[ιδίως]] τών αγχέμαχων.
|mltxt=ο (Α [[ὁπλοδιδάσκαλος]])<br />[[ειδικός]] που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων, [[ιδίως]] τών αγχέμαχων.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] ὁ, der Waffenlehrer, Fechtmeister.
}}
{{ls
|lstext=[[ὁπλοδῐδακτής]]: -οῦ, ὁ, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, Γλωσσ.
}}
}}

Revision as of 10:11, 7 April 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: ὁπλοδιδάσκαλος Low diacritics: οπλοδιδάσκαλος Capitals: ΟΠΛΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: hoplodidáskalos Transliteration B: hoplodidaskalos Transliteration C: oplodidaskalos Beta Code: o(plodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, = foreg., ib.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοδῐδάσκᾰλος: ὁ, = τῷ προηγ. ὁπλοδιδακτής, , fencing master, fighter weapon instructor, one who teaches the use of arms.

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλοδιδάσκαλος)
ειδικός που διδάσκει τη χρήση όπλων, ιδίως τών αγχέμαχων.

German (Pape)

[Seite 359] ὁ, der Waffenlehrer, Fechtmeister.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοδῐδακτής: -οῦ, ὁ, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, Γλωσσ.