λυγγούριον: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(Bailly1_3)
(23)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ambre fossile.<br />'''Étymologie:''' [[λύγξ]]¹, [[οὐρέω]]¹.
|btext=ου (τό) :<br />ambre fossile.<br />'''Étymologie:''' [[λύγξ]]¹, [[οὐρέω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυγγούριον]] και [[λυγκούριον]] και [[λιγγούριον]] και [[λιγκούριον]] και λογγούριον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[είδος]] εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, [[κατά]] τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα [[ούρα]] του ζώου [[λυγξ]] και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή [[θήλυ]], ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα<br /><b>2.</b> [[είδος]] υακίνθου<br /><b>3.</b> ο [[τουρμαλίνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγξ]] (I), -<i>γκός</i> (-<i>γγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οὖρον]] (<span style="color: red;"><</span> οὐρῶ). Οι τ. [[λιγκούριον]] και <i>λογγούριον</i> [[είναι]] πιθ. εσφ. γρφ. του τ.].
}}
}}

Revision as of 16:47, 6 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγγούριον Medium diacritics: λυγγούριον Low diacritics: λυγγούριον Capitals: ΛΥΓΓΟΥΡΙΟΝ
Transliteration A: lyngoúrion Transliteration B: lyngourion Transliteration C: lyggoyrion Beta Code: luggou/rion

English (LSJ)

τό (derived by the ancients from λύγξ, οὖρον, and supposed to be the coagulated urine of the lynx, Dsc.2.81, Plu.2.962f, S.E.P.1.119), a kind of

   A amber (glossed by ἤλεκτρον, Hsch., cf. Str. 4.6.2), Thphr.Lap.28, IG11(2).161 B49 (Delos, iii B.C.), al., 22.1534.100, Str.4.5.3 (pl.):—also written λυγκούριον, λιγκούριον, and λιγγούριον in codd.; λογγούριον Aët.2.35.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.

Greek Monolingual

λυγγούριον και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α)
1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα του ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή θήλυ, ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα
2. είδος υακίνθου
3. ο τουρμαλίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγξ (I), -γκός (-γγός) + οὖρον (< οὐρῶ). Οι τ. λιγκούριον και λογγούριον είναι πιθ. εσφ. γρφ. του τ.].