συναλιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾱλιάζω''': μέλλ. -ξω, ([[ἁλία]]) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93. | |lstext='''συνᾱλιάζω''': μέλλ. -ξω, ([[ἁλία]]) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[συναλίζω]] (Ι), [[συναθροίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁλία]] (Ι) «λαϊκή [[συνάθροιση]], [[συνέλευση]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:19, 6 December 2018
English (LSJ)
Dor. 3sg. aor. ξυναλίαξε, (ἁλία) = sq., Ar.Lys.93.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].