Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγκαλιά: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[αγκάλη]] (<b>βλ.</b> ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.)<br /><b>2.</b> σιδερένιο [[τεμάχιο]] της στέγης σε [[σχήμα]] Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) στην [[αγκαλιά]], αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος [[τύπος]] του [[αγκάλη]] με την κατάλ. -<i>ιά</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>εά</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>έα</i>), αρχ. σημ. «ό,τι χωράει μια [[φορά]] στην [[αγκάλη]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[πιρουνιά]], <i>ποτισιά</i>, [[αλωνιά]] κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγκαλιάζω]]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[αγκάλη]] (<b>βλ.</b> ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.)<br /><b>2.</b> σιδερένιο [[τεμάχιο]] της στέγης σε [[σχήμα]] Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) στην [[αγκαλιά]], αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος [[τύπος]] του [[αγκάλη]] με την κατάλ. -<i>ιά</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>εά</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>έα</i>), αρχ. σημ. «ό,τι χωράει μια [[φορά]] στην [[αγκάλη]]», πρβλ. [[πιρουνιά]], <i>ποτισιά</i>, [[αλωνιά]] κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγκαλιάζω]]].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

η
1. η αγκάλη (βλ. ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.)
2. σιδερένιο τεμάχιο της στέγης σε σχήμα Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά)
3. (ως επίρρ.) στην αγκαλιά, αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τύπος του αγκάλη με την κατάλ. -ιά (< -εά < -έα), αρχ. σημ. «ό,τι χωράει μια φορά στην αγκάλη», πρβλ. πιρουνιά, ποτισιά, αλωνιά κ.λπ.
ΠΑΡ. αγκαλιάζω].