αγροφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που ιδιοποιείται ιδιωτικές, δημόσιες ή κοινοτικές αγροτικές εκτάσεις (<b>[[πρβλ]].</b> [[οικοπεδοφάγος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγρός]] <span style="color: red;">+</span> - [[φάγος]].
|mltxt=ο<br />αυτός που ιδιοποιείται ιδιωτικές, δημόσιες ή κοινοτικές αγροτικές εκτάσεις (πρβλ. [[οικοπεδοφάγος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγρός]] <span style="color: red;">+</span> - [[φάγος]].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο
αυτός που ιδιοποιείται ιδιωτικές, δημόσιες ή κοινοτικές αγροτικές εκτάσεις (πρβλ. οικοπεδοφάγος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + - φάγος.