ίσαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] οριζόντια [[γραμμή]] με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ίσαλα</i><br />τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στην [[ίδια]] οριζόντις [[γραμμή]] με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ίσαλος]] [[γραμμή]]» — η [[γραμμή]] [[κατά]] [[μήκος]] της οποίας η [[επιφάνεια]] της θάλασσας εφάπτεται με το [[σκάφος]] πλωτού μέσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, <i>ἁλός</i> «[[θάλασσα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>αλος</i>, <i>αναξί</i>-<i>αλος</i>].
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] οριζόντια [[γραμμή]] με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ίσαλα</i><br />τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στην [[ίδια]] οριζόντις [[γραμμή]] με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ίσαλος]] [[γραμμή]]» — η [[γραμμή]] [[κατά]] [[μήκος]] της οποίας η [[επιφάνεια]] της θάλασσας εφάπτεται με το [[σκάφος]] πλωτού μέσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, <i>ἁλός</i> «[[θάλασσα]]»), πρβλ. <i>αγχί</i>-<i>αλος</i>, <i>αναξί</i>-<i>αλος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:58, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οριζόντια γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ίσαλα
τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στην ίδια οριζόντις γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας
3. φρ. «ίσαλος γραμμή» — η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με το σκάφος πλωτού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -αλος (< ἅλς, ἁλός «θάλασσα»), πρβλ. αγχί-αλος, αναξί-αλος].