έταλον: Difference between revisions
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
(14) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔταλον]], τὸ (Α)<br />ετήσιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγ. του [[έτος]]. Παράλληλος [[τύπος]] <i>έτελον</i>, εν αντιθέσει [[προς]] το <i>τέλειον</i> «ενήλικο ζώο». Για τη [[μεταβολή]] του θ. [[έτος]], [[έταλον]] / <i>έτελον</i>, | |mltxt=[[ἔταλον]], τὸ (Α)<br />ετήσιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγ. του [[έτος]]. Παράλληλος [[τύπος]] <i>έτελον</i>, εν αντιθέσει [[προς]] το <i>τέλειον</i> «ενήλικο ζώο». Για τη [[μεταβολή]] του θ. [[έτος]], [[έταλον]] / <i>έτελον</i>, πρβλ. [[νέφος]], [[νεφέλη]], [[άγκος]], [[αγκάλη]]. Με [[μεταβολή]] <i>λ</i>:<i>ν</i> το θ. εμφανίζεται στο αρχ. ελλ. [[επηετανός]] «[[ετήσιος]]». Στις γερμ. γλώσσες απαντά αντίστοιχο θ. με [[μεταβολή]] <i>l</i>:<i>r</i><br />γοτθ. <i>wi?rus</i> «[[αρνάκι]] (ενός έτους)», νέο άνω γερμ. <i>widder</i> «[[κριός]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:59, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἔταλον, τὸ (Α)
ετήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. του έτος. Παράλληλος τύπος έτελον, εν αντιθέσει προς το τέλειον «ενήλικο ζώο». Για τη μεταβολή του θ. έτος, έταλον / έτελον, πρβλ. νέφος, νεφέλη, άγκος, αγκάλη. Με μεταβολή λ:ν το θ. εμφανίζεται στο αρχ. ελλ. επηετανός «ετήσιος». Στις γερμ. γλώσσες απαντά αντίστοιχο θ. με μεταβολή l:r
γοτθ. wi?rus «αρνάκι (ενός έτους)», νέο άνω γερμ. widder «κριός»].