αθρόος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀθρόος]], -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] σωρούς εμφανιζόμενος, [[συμπυκνωμένος]], συναγμένος, συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> [[σύμπας]], [[ολόκληρος]], [[συνολικός]], [[συλλογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[αμέσως]], διά μιας, [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[πολύς]], [[πολυπληθής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀθρόον, το [[άθροισμα]], η συναγμένη [[δύναμη]] τών στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀθρόα [[πόλις]]», οι πολίτες ως [[σύνολο]]<br />«<i>ἀθρόῳ στόματι</i>», με μια [[φωνή]]<br /><b>6.</b> <b>επιρρ.</b> <i>ἀθρόως</i>, γενικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το ουδ. ως έπιρρ.) <i>ἀθρόον</i> α) διά μιας, [[ξαφνικά]]<br />β) καθ’ ολοκληρίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. (<span style="color: red;"><</span> <i>sm</i>- «σύν, [[ὁμοῦ]]») <span style="color: red;">+</span> <i>θρο</i>(<i>Fos</i>) <i>από</i> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dher</i>- «[[κρατώ]] [[φέρω]]»<br />[[ἀθρόος]] θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι [[μαζί]], από κοινού» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>sadhriy</i> -<i>anc</i>- «[[αθρόος]], ενωμένος»)<br /><b>βλ.</b> και το ομόρριζο <i>ἀθρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀθροότης]], [[ἀθροίζω]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀθρόος]], -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] σωρούς εμφανιζόμενος, [[συμπυκνωμένος]], συναγμένος, συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> [[σύμπας]], [[ολόκληρος]], [[συνολικός]], [[συλλογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[αμέσως]], διά μιας, [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[πολύς]], [[πολυπληθής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀθρόον, το [[άθροισμα]], η συναγμένη [[δύναμη]] τών στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀθρόα [[πόλις]]», οι πολίτες ως [[σύνολο]]<br />«<i>ἀθρόῳ στόματι</i>», με μια [[φωνή]]<br /><b>6.</b> <b>επιρρ.</b> <i>ἀθρόως</i>, γενικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το ουδ. ως έπιρρ.) <i>ἀθρόον</i> α) διά μιας, [[ξαφνικά]]<br />β) καθ’ ολοκληρίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. (<span style="color: red;"><</span> <i>sm</i>- «σύν, [[ὁμοῦ]]») <span style="color: red;">+</span> <i>θρο</i>(<i>Fos</i>) <i>από</i> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dher</i>- «[[κρατώ]] [[φέρω]]»<br />[[ἀθρόος]] θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι [[μαζί]], από κοινού» (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>sadhriy</i> -<i>anc</i>- «[[αθρόος]], ενωμένος»)<br /><b>βλ.</b> και το ομόρριζο <i>ἀθρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀθροότης]], [[ἀθροίζω]].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀθρόος, -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)
1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος
2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός
αρχ.
1. συνεχής, αδιάλειπτος
2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά
3. πολύς, πολυπληθής, άφθονος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθρόον, το άθροισμα, η συναγμένη δύναμη τών στρατιωτών
5. φρ. «ἀθρόα πόλις», οι πολίτες ως σύνολο
«ἀθρόῳ στόματι», με μια φωνή
6. επιρρ. ἀθρόως, γενικά
αρχ.-μσν.
(το ουδ. ως έπιρρ.) ἀθρόον α) διά μιας, ξαφνικά
β) καθ’ ολοκληρίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < - αθροιστ. (< sm- «σύν, ὁμοῦ») + θρο(Fos) από ΙΕ ρίζα dher- «κρατώ φέρω»
ἀθρόος θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι μαζί, από κοινού» (πρβλ. αρχ. ινδ. sadhriy -anc- «αθρόος, ενωμένος»)
βλ. και το ομόρριζο ἀθρῶ.
ΠΑΡ. ἀθροότης, ἀθροίζω.