αεροθάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[κλειστός]] [[χώρος]], [[θάλαμος]] στον οποίο εναποθηκεύεται [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[θάλαμος]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>airchamber</i>].
|mltxt=ο<br />[[κλειστός]] [[χώρος]], [[θάλαμος]] στον οποίο εναποθηκεύεται [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[θάλαμος]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>airchamber</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο
κλειστός χώρος, θάλαμος στον οποίο εναποθηκεύεται αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + θάλαμος
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airchamber].