ακινητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τη [[μείωση]] ή την [[αναστολή]] της κινητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κινητικός]], <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>acinetic</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τη [[μείωση]] ή την [[αναστολή]] της κινητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κινητικός]], πρβλ. αγγλ. <i>acinetic</i>].
}}
}}

Revision as of 10:30, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τη μείωση ή την αναστολή της κινητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- + κινητικός, πρβλ. αγγλ. acinetic].