απηνής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(5) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἀπηνής]])<br />[[σκληρός]], [[αμείλικτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] του τ. με μια [[σειρά]] συνθέτων σε -<i>ηνής</i> ( | |mltxt=-ές (AM [[ἀπηνής]])<br />[[σκληρός]], [[αμείλικτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] του τ. με μια [[σειρά]] συνθέτων σε -<i>ηνής</i> (πρβλ. [[πρανής]] κ</i>. [[πρηνής]], [[προσηνής]], [[σαφηνής]]) δικαιολογεί ως α' συνθετ. το <i>από</i>, δεν ορίζει όμως με [[βεβαιότητα]] το β' συνθετικό<br />η [[σύνδεση]] [[αυτού]] με τ. <i>άνος</i>, (ιων. -αττ.) <i>ήνος</i> «[[πρόσωπο]]», σανσκρ. <i>ᾱνας</i>- με την [[ίδια]] [[σημασία]] ή με γοτθ. <i>ansts</i> «[[εύνοια]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Η λ. απαντά στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει [[πρόσωπο]], θυμό ή μύθο, σπανίζει στην αττική διάλεκτο, [[είναι]] άγνωστη στην [[τραγωδία]], ενώ χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απήνεια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απηνόφρων]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
-ές (AM ἀπηνής)
σκληρός, αμείλικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με μια σειρά συνθέτων σε -ηνής (πρβλ. πρανής κ. πρηνής, προσηνής, σαφηνής) δικαιολογεί ως α' συνθετ. το από, δεν ορίζει όμως με βεβαιότητα το β' συνθετικό
η σύνδεση αυτού με τ. άνος, (ιων. -αττ.) ήνος «πρόσωπο», σανσκρ. ᾱνας- με την ίδια σημασία ή με γοτθ. ansts «εύνοια» δεν είναι ικανοποιητική. Η λ. απαντά στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει πρόσωπο, θυμό ή μύθο, σπανίζει στην αττική διάλεκτο, είναι άγνωστη στην τραγωδία, ενώ χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελληνική.
ΠΑΡ. απήνεια.
ΣΥΝΘ. απηνόφρων].