αρτίστομος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτίστομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει σε καλό [[ιδίωμα]], με [[ακρίβεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλό [[στόμα]] ή [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> (για βέλη) ομοιόμορφα [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] ( | |mltxt=[[ἀρτίστομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει σε καλό [[ιδίωμα]], με [[ακρίβεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλό [[στόμα]] ή [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> (για βέλη) ομοιόμορφα [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] (πρβλ. [[αιολόστομος]], [[αμφίστομος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀρτίστομος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια
2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα
3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)].