ασβεστόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>βιολ.</b> (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται [[κυρίως]] σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, [[πουρνάρι]] <b>κ.ά.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>calciphile</i> <span style="color: red;"><</span> <i>calci</i>- <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calx</i>, <i>calcis</i> «[[άσβεστος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>phile</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>φιλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]). Στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] χρησιμοποιείται [[επίσης]] και ο όρος <i>calcicole</i> (γαλλ.-αγγλ.) <span style="color: red;"><</span> <i>calci</i>- <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>calx</i>, <i>calcis</i> «[[άσβεστος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>cole</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> -<i>cola</i> «[[κάτοικος]]»].
|mltxt=-ο<br /><b>βιολ.</b> (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται [[κυρίως]] σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, [[πουρνάρι]] <b>κ.ά.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. <i>calciphile</i> <span style="color: red;"><</span> <i>calci</i>- <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calx</i>, <i>calcis</i> «[[άσβεστος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>phile</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>φιλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]). Στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] χρησιμοποιείται [[επίσης]] και ο όρος <i>calcicole</i> (γαλλ.-αγγλ.) <span style="color: red;"><</span> <i>calci</i>- <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>calx</i>, <i>calcis</i> «[[άσβεστος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>cole</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> -<i>cola</i> «[[κάτοικος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ο
βιολ. (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται κυρίως σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, πουρνάρι κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. calciphile < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -phile < -φιλος < φίλος). Στην ξένη επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος calcicole (γαλλ.-αγγλ.) < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -cole < λατ. -cola «κάτοικος»].