ασώματος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσώματος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[σώμα]] ή σωματική [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ως [[πνεύμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(ως ουσ., [[συνήθως]] στον πληθ.) οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ναός]] των Αρχαγγέλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]] ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσώματος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[σώμα]] ή σωματική [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ως [[πνεύμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(ως ουσ., [[συνήθως]] στον πληθ.) οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ναός]] των Αρχαγγέλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]] (πρβλ. [[ηδυσώματος]], [[τρισώματος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσώματος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σώμα ή σωματική υπόσταση
2. αυτός που υπάρχει ως πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
(ως ουσ., συνήθως στον πληθ.) οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι
νεοελλ.
ο ναός των Αρχαγγέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σώματος < σώμα (πρβλ. ηδυσώματος, τρισώματος κ.ά.)].